- εχιδνήεις
- ἐχιδνήεις, -εσσα, -εν (Α) [έχιδνα]1. εχιδναίος, όμοιος με έχιδνα «ἐχιδνήεσσαν μορφήν», Νικ.)2. συρόμενος από έχιδνες («δίφρος ἐχιδνήεις», Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + κατάλ. -ηεις, (πρβλ. αυγ-ήεις, φθογγ-ήεις)].
Dictionary of Greek. 2013.